κνυζηθμος

κνυζηθμος
    κνυζηθμός
     повизгивание, визг (sc. κυνῶν Hom.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κνυζηθμος" в других словарях:

  • κνυζηθμός — κνυζηθμός, ὁ (Α) 1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.) 2. μούγκρισμα θηρίου 3. κλαψούρισμα παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός] …   Dictionary of Greek

  • κνυζηθμός — whining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνυζηθμοῖς — κνυζηθμός whining masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνυζηθμοῖσιν — κνυζηθμός whining masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνυζηθμοῦ — κνυζηθμός whining masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνυζηθμῷ — κνυζηθμός whining masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνυζηθμόν — κνυζηθμός whining masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»